- κάκανο
- τοχάχανο, ηχηρό γέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο τού γέλιου κα-κα-κα (πρβλ. χαχανίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάκαδο — και κάρκαδο και κάκανο, το 1. η εσχάρα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών πληγών, εξανθημάτων ή ελκών 2. ξηραμένη λέμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω με δίπλωση. Ο τ. κάρκαδο από αναλογική επίδραση, ο δε τ. κάκανο από τροπή τού δ σε ν . Κατ… … Dictionary of Greek
κακανίζω — (Μ κακανίζω) [κάκανο] χαχανίζω … Dictionary of Greek
κακανιάρης — α, ικο [κάκανο] ο χαχανιάρης … Dictionary of Greek
κακανογελώ — χαχανίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Επιτατικό σύνθ. κάκανο + γελώ] … Dictionary of Greek